- εμπέδωση
- [-ις (-εως)] η укрепление, упрочение, закрепление; обеспечение;
η εμπέδωσις της τάξεως — установление порядка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
η εμπέδωσις της τάξεως — установление порядка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπέδωση — η (Α ἐμπέδωσις) 1. σταθεροποίηση, παγίωση («εμπέδωση τού μαθήματος», «εμπέδωση τής καταστάσεως») 2. (στη μαιευτική) το πέρασμα τού κεφαλιού τού κυήματος από το ανώτερο στόμιο τής πυέλου αρχ. διατήρηση, φύλαξη … Dictionary of Greek
εμπέδωση — η σταθεροποίηση, στερέωση, εδραίωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμπεδώσῃ — ἐμπεδώσηι , ἐμπέδωσις making good fem dat sg (epic) ἐμπεδόω confirm aor subj mid 2nd sg ἐμπεδόω confirm aor subj act 3rd sg ἐμπεδόω confirm fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάδοση — η (Α ἀνάδοσις) (για φυτά) ανάπτυξη, αύξηση, βλάστηση νεοελλ. 1. υγρασία που αναδίδεται από τη γη, ικμάδα 2. πρωινή δροσιά αρχ. 1. (για φωτιά, άνεμο, νερό κ.ά.) ξέσπασμα, έκρηξη, ανάβλυση, ξεπήδημα 2. εκπνοή 3. (για τροφή) κατανομή, αφομοίωση 4.… … Dictionary of Greek
εδραίωση — η (AM ἑδραίωσις) [εδραιώνω] στερέωση, εμπέδωση, σταθεροποίηση μσν. υποστήριγμα … Dictionary of Greek
επανάληψη — η (AM ἐπανάληψις) [επαναλαμβάνω] 1. η διεξαγωγή μιας πράξεως για μια ακόμη φορά ή συνεχώς («η επανάληψη των συνομιλιών») 2. ρητορικό σχήμα, κατά το οποίο επαναλαμβάνεται η ίδια λέξη ή φράση για έμφαση νεοελλ. 1. συνεχόμενη χρήση («επανάληψη… … Dictionary of Greek
σταθεροποίηση — Όρος της οικονομολογίας που χαρακτηρίζει τα μέτρα νομισματικής, πιστωτικής και δημοσιονομικής πολιτικής που παίρνει ένα κράτος για να προλάβει ή να αναχαιτείσει το φαινόμενο του πληθωρισμού. Η διακύμανση του επιπέδου των τιμών, έστω και… … Dictionary of Greek
φιλειρηνισμός — ο, Ν αντίληψη και πολιτική κίνηση για την εξάλειψη τών πολέμων και την εμπέδωση τής παγκόσμιας ειρήνης, και γενικά για την κατάργηση ή την ελαχιστοποίηση τής χρήσης βίας στις διανθρώπινες σχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ειρήνη + κατάλ. ισμός*.… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek